ὁλόχρυσος — of solid gold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολόχρυσος — η, ο 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από χρυσάφι μόνο: Ζώνη ολόχρυση φορεί σε δαχτυλίδι μέση (Γρυπάρης). 2. αυτός που έχει έντονο χρυσό χρώμα: Ολόχρυσος ο ήλιος πρόβαλε απ το βουνό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁλοχρύσους — ὁλόχρυσος of solid gold masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλόχρυσοι — ὁλόχρυσος of solid gold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλόχρυσον — neut nom/voc/acc sg ὁλόχρυσος of solid gold masc/fem acc sg ὁλόχρυσος of solid gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LATERES Crudi — quibus aedificia vulgo struebantur, tam apud Graecos, quam Rom. foci item: Vide supra: at ex cocto latere structi Babylonis muri. Quod laterum discrimen etiam Graeci norunt, inter ὠμην` πλίνθον et ὀπτην` distinguentes; sed et absolute πλίνθον… … Hofmann J. Lexicon universale
κατάχρυσος — η, ο (Α κατάχρυσος, ον) 1. καλυμμένος ή στολισμένος με χρυσό, επίχρυσος, χρυσοστόλιστος, χρυσοποίκιλτος 2. αυτός που έχει πολλές καλές ιδιότητες, πολλά προτερήματα, αξιαγάπητος νεοελλ. αυτός που έχει κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από χρυσό,… … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολόχρυσον — ὁλόχρυσον, τὸ (Α) βλ. ολόχρυσος … Dictionary of Greek
πάγχρυσος — πάγχρυσος, ον (Α) ο ολόχρυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χρυσός] … Dictionary of Greek